Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ πτηνά

См. также в других словарях:

  • πτηνά — πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητικά πτηνά — Τάξη πτηνών, σύμφωνα με το παλαιό σύστημα ταξινόμησης, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τον σχηματισμό των δαχτύλων, από τα οποία τα δύο διευθύνονται προς τα εμπρός και τα δύο προς τα πίσω. Αυτό τους επιτρέπει να πιάνονται από τα κλαδιά των δέντρων… …   Dictionary of Greek

  • παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο …   Dictionary of Greek

  • πτήν' — πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνέ , πτηνός able to fly masc voc sg πτηνέ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιόρνιθες — Πτηνά, συγγενικά της στρουθοκαμήλου, που έχουν εκλείψει. Είχαν δυνατά πόδια, πλατύ και επίπεδο στέρνο, φτερά που μίκραιναν στο σημείο των αποφύσεων και το ύψος τους ξεπερνούσε τα 3 μ. Τα αβγά τους ήταν πολύ μεγάλα και το βάρος τους, πολλές φορές …   Dictionary of Greek

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

  • πτηνάς — πτηνά̱ς , πτηνός able to fly fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»