-
1 πτηνά
πτηνόςable to fly: neut nom /voc /acc plπτηνά̱, πτηνόςable to fly: fem nom /voc /acc dualπτηνά̱, πτηνόςable to fly: fem nom /voc sg (doric aeolic)πτηνόςable to fly: neut nom /voc /acc pl -
2 πτήν'
πτηνά, πτηνόςable to fly: neut nom /voc /acc plπτηνά̱, πτηνόςable to fly: fem nom /voc /acc dualπτηνά̱, πτηνόςable to fly: fem nom /voc sg (doric aeolic)πτηνά, πτηνόςable to fly: neut nom /voc /acc plπτηνέ, πτηνόςable to fly: masc voc sgπτηνέ, πτηνόςable to fly: masc /fem voc sgπτηναί, πτηνόςable to fly: fem nom /voc pl -
3 πτηνάς
πτηνά̱ς, πτηνόςable to fly: fem acc pl -
4 πεζευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζευτικός
-
5 πεζός
1 in Poets, esp. [dialect] Ep.,a on foot, walking, πεζοί fighters on foot, opp. those in chariots,πεζοί θ' ἱππῆές τε Il. 8.59
, cf. 5.13,11.150 ;πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.17.436
, cf.9.50.b on land, going by land, opp. sea-faring, esp.in Od. ;εἰ δ' ἐθέλεις π., πάρα τοι δίφρος τε καὶ ἵπποι 3.324
; ; , cf. Pi.P.10.29 ; ἐν νηῒ θοῇ ἢ π. Il.24.438.a sts. infantry, opp. cavalry ([etym.] ἡ ἵππος), Hdt.1.80, 4.128 ;σὺν δυνάμει καὶ π. καὶ ἱππικῇ X.Cyr.2.4.18
; but,b more freq.land-force, army, opp. naval force, Hdt.4.97, 6.95, Th.1.47, 2.94, etc. ; τὸ π. v.l. in Hdt.7.81 ; στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ π. Th.6.33, cf. 7.16 (and v. πεζικός); ἡ π. στρατιὰ καὶ τὸ ναυτικόν Lys.2.34
, cf. A. Pers. 558 (lyr.), 719, 728 (both troch.) ; οἱ μὲν ἐφ' ἵππων, οἱ δ' ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην ib.19 ; τὰ π. κράτιστοι strongest by land, Th.4.12 ;καὶ ναυσὶ καὶ πεζοῖσι Ar.Ach. 622
;π. μάχαισιν Id.Eq. 567
; ἡ π. μάχη battle by land, Pl.Lg. 707c ; ἐν τοῖς ναυτικοῖς κινδύνοις, ὥσπερ ἐν τοῖς π. Isoc.4.91.3 of animals, land, opp. birds and fishes, τὰ π. καὶ τὰ πτηνά beasts and birds, Pl.Smp. 207a, cf. Plt. 264e ; π. καὶ ἔνυδρον ib. 288a, cf. Lg. 823b, Arist.Top. 143b1, etc. ;ἡ π. θήρα Pl.Sph. 222b
, cf. Lg. 824a.II metaph. (cf.αὐτὰρ ἐγὼ Μουσέων πεζὸς ἔπειμι νομόν Call.Aet.4.1.9
), of language, prosaic, λόγοι π. prose (cf. 111.3), D.H. Comp.6, Paus.4.6.1 ; διὰ πεζῶν [λ.] Phld.Mus.p.87 K. ;λόγος POxy. 724.10
(ii A. D.) ;ἡ π. διάλεκτος D.H. Comp.3
; ἡ π. λέξις ib.1 ; opp. ἡ ἔμμετρος, ib.4 ; ἡ π. alone, Str.1.2.6 ;τινὰ καὶ πεζὰ καὶ ἐν ἔπεσι ποιήματα D.C.69.3
; π. τις ποιητική, of bombastic prose, Luc. Hist.Conscr. 8 ; κομιδῇ πεζὸν καὶ χαμαιπετές ib.16, cf. Plu.2.853c ; τὰ ἄγαν π. καὶ κακόμετρα [ ὀνόματα] ib.747f ; π. ὀνόματα, opp. ποιητικά, Demetr.Eloc. 167.2 of verse, unaccompanied by music,καὶ πεζὰ καὶ φορμικτά S.Fr.16
; πεζῷ γόῳ· ἄνευ αὐλοῦ ἢ λύρας, Phot. ; cf. 111.2.b more commonly, by land, Hdt.2.159, Th.2.94, etc. ; π. ἕπεσθαι to follow by land, Hdt. 7.110, 115 ;στρατιὰν μέλλων π. πορεύσειν Th.4.132
;π. πορεύεσθαι X.An.5.6.1
; οὔτε π. οὔτε κατὰ θάλατταν ib.5.6.10 ; καὶ π. καὶ ναυμαχοῦντες by land and by sea, D.3.24.2 without musical accompaniment (cf. 11.2),παῦσαι μελῳδοῦσ' ἀλλὰ π. μοι φράσον Com.Adesp. 601
, cf. Pl.Sph. 237a.IV [comp] Comp. πεζότερος more like a foot-journey, Plu.2.804d ; more like prose, στίχοι π. τῇ συνθέσει Sch. Il.2.252, etc.: [comp] Sup. πεζότατος, τὸ π. μόριον τῆς ψυχή, cf. Procl.in Ti.3.317 D. -
6 πλωός
πλω-ός, ή, όν, also ός, όν AP5.203 (Mel.):—epith. of the island of Aeolus, Od.10.3, i.e. (as expld. by Aristarch. ap. Eust.)A floating; νῆσος π. floating island, Hdt.2.156; [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν.. πλωτὴν εἶναι.. ὥσπερ ξύλον Arist.Cael. 294a30
; π. ἀπήναισι χαλκεμβόλοις floating wains, i.e. ships, Trag.Adesp.142 (= Lyr.Adesp.117); of fish, swimming,ἰχθύων π. γένος S.Fr. 941.9
;π. θῆρες Arion 1
;πλωτοί AP6.14
(Antip. Sid.), 23,296 (Leon.); πλωταὶ ἄγραι fishing, ib. 180 (Arch.); π. ἐγχέλεις, so called because they float on the surface, Ath.1.4c; muraenae, Colum.8.17.8 (prob.); but π. ζῷα water-animals generally, Hp.Flat.3; opp. πεζά, πτηνά, Arist. HA 488a1, cf. Pol. 1258b19; τὰ π., of migratory fishes, opp. τὰ μόνιμα, Id.HA 621b3, cf. 607b26; also of water-birds, ib. 504a7, PA 694a7; οἱ π. τῶν ὀρνίθων ib.b2.II navigable,ἐς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ βραχέων Hdt.2.102
; , Plb.10.48.1; to be passed over in ships, opp. πορευτός, Id.1.42.2, etc.;π. οἶμος Lyc.889
; μήτε γῆν καρπὸν φέρειν μήτε θάλασσαν πλωτὴν εἶναι, formula in curses, IG3.1417, al., cf. BMus.Inscr.918 (Halic., ii/iii A. D.). -
7 πορευτικός
A going on foot, walking, τὰ π. ζῷα, opp. πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Arist.HA 487b16, al.;π. κίνησις Id.de An. 432b14
.II of or for a march,τὰ π. διαστήματα Plb.12.19.7
;π. ἀγωγή Id.12.20.6
.2 for conveyance, ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος, of the cornfleet, IG14.918 (ii A.D.);ὁ στόλος.. ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν Arch.Pap.2.447
(Alexandria, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορευτικός
-
8 πτερωτός
A feathered, Hdt.2.76; , cf. Or. 274; [ἡ ψυχὴ] ἦν τὸ πάλαι π. Pl.Phdr. 251b; προσκεφάλαια π. stuffed with feathers, Poll.6.10.II winged,ὄφιες Hdt.2.75
; ὄχος, ἅρματα, A.Pr. 135 (lyr.), E.IA 250 (lyr.), etc.;Διὸς βροντή S.
l.c.; (lyr., dub. l.);ὄνειροι Luc.VH2.34
: metaph.,π. ἰξὸς ὀμμάτων Ἔρως Tim.Com.2
.2 π. φθόγγος a sound as of wings in the air, Ar.Av. 1198.3 π. χιτωνίσκοι tunics with flaps, Plu.2.330b.4 Astrol., epith. of certain signs, Vett.Val.10.9, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.1.104, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερωτός
-
9 πτιλόω
A furnish with feathers, πτηνὰ ἐπτίλωσε (sc. ἡ φύσις) Herm. ap. Stob.1.49.69:—[voice] Pass., to have wings,ἐπτιλῶσθαι Philostr.VA3.48
. -
10 σητοδόκιδες
σητο-δόκιδες· ψυχαί, ἢ πτηνὰ ζῷα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σητοδόκιδες
-
11 Ἅρπυιαι
Ἅρπυιαι, ( Ἀρεπ- on a vase from Aegina, Arch.Zeit.40.197, cf.EM 138.21, and prob. ἀρέπυιαι ἀνηρέψαντο shd. be read in Od. ll. cc.;A v. ἀνερείπομαι) αἱ, the Snatchers, a name used in Od. to personify whirlwinds or hurricanes (soτυφῶσι καὶ ἁρπυίαις Ph.1.333
);ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241
, 20.77: acc. pl., Hes.Th. 267;πτηνά τ' Ἁρπυιῶν γένη Anaxil.22.5
, cf. A.R.2.188: rarely in sg., Euph.113: as pr. n., Ἅρπυια Ποδάργη, mother of the horses of Achilles, Il.16.150; also name of one of Actaeon's hounds, A.Fr. 245; cf. ἁρπυίας· ἁρπακτικοὺς κύνας, Hsch.2 as Adj.,ἁ. σκύλακες Inscr.Perg.203
. (A quasi-participial form.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἅρπυιαι
-
12 πτηνός
πτηνός, (ή), όν (cp. the aor. ἔπτην of πέτομαι; Pind. et al.) pert. to having feathers, feathered, winged subst. τὰ πτηνά the birds (Aeschyl., Pla. et al.; Aq. Job 5:7; EpArist 145; 146; 147; Philo; SibOr 3, 370) 1 Cor 15:39.—DELG s.v. πέτομαι. M-M.
См. также в других словарях:
πτηνά — πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
αναρριχητικά πτηνά — Τάξη πτηνών, σύμφωνα με το παλαιό σύστημα ταξινόμησης, με μόνο κοινό χαρακτηριστικό τον σχηματισμό των δαχτύλων, από τα οποία τα δύο διευθύνονται προς τα εμπρός και τα δύο προς τα πίσω. Αυτό τους επιτρέπει να πιάνονται από τα κλαδιά των δέντρων… … Dictionary of Greek
παραδείσια πτηνά — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται μερικά στρουθιόμορφα πουλιά της οικογένειας των παραδεισιδών, που ονομάστηκαν έτσι για την ωραιότητα του φτερώματός τους, που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στα αρσενικά. Τα πουλιά αυτά είναι διαδεδομένα σχεδόν μόνο … Dictionary of Greek
πτήν' — πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc/acc dual πτηνά̱ , πτηνός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) πτηνά , πτηνός able to fly neut nom/voc/acc pl πτηνέ , πτηνός able to fly masc voc sg πτηνέ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιόρνιθες — Πτηνά, συγγενικά της στρουθοκαμήλου, που έχουν εκλείψει. Είχαν δυνατά πόδια, πλατύ και επίπεδο στέρνο, φτερά που μίκραιναν στο σημείο των αποφύσεων και το ύψος τους ξεπερνούσε τα 3 μ. Τα αβγά τους ήταν πολύ μεγάλα και το βάρος τους, πολλές φορές … Dictionary of Greek
πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… … Dictionary of Greek
πτηνάς — πτηνά̱ς , πτηνός able to fly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
αγριόχηνα — Στεγανόποδο, χηνόμορφο πτηνό της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών. Έχει σώμα βαρύ, ράμφος κοντό και χοντρό στη βάση και πόδια μακρύτερα από της αγριόπαπιας. Τo χρώμα της είναι καφετί γκρίζο έως λευκό. Αλλάζει τα φτερά της δύο φορές τον χρόνο,… … Dictionary of Greek